Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Σχετικά με το ζήτημα της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο.

Μεγάλη αναστάτωση έχει προκληθεί στο χώρο της εκπαίδευσης και ειδικότερα στον κλάδο των φιλολόγων με αφορμή την πρόσφατη απόφαση μείωσης των ωρών διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών (κατά μία ώρα και στις τρεις τάξεις του Γυμνασίου, χωρίς μάλιστα να αντικατασταθούν από ώρες διδασκαλίας Νέων Ελληνικών, όπως είχε αρχικά εννοηθεί ότι θα συνέβαινε, παρά μόνον στην  Α΄ τάξη!).
Πέρα από την προφανή επίθεση που συνιστά αυτή η μείωση στο (ήδη τραυματισμένο από τις προηγούμενες αλλαγές των ωρολογίων προγραμμάτων...) ωράριο των καθηγητών ΠΕ02, έχει παράλληλα εγερθεί γενικότερο επιστημονικό-παιδαγωγικό ζήτημα σχετικά με την αξία και τη σημασία της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο (από το προτότυπο ή μη) και τη θέση των Αρχαίων Ελληνικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει.
Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό και ασφαλώς θα αποτελέσει βασικό θέμα συζήτησης στην επικείμενη συνάντηση των μελών του Συνδέσμου Φιλολόγων Π.Ε. Χαλκιδικής, η οποία προγραμματίζεται για τις 27 Ιουνίου 2016 (σε προέκταση επιμορφωτικής ημερίδας). Έως τότε, παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τον έντονο διάλογο που αναπτύσσεται και τις ανακοινώσεις που δημοσιοποιούν διάφοροι επιστημονικοί φορείς του κλάδου.

Σε συνάρτηση με το ίδιο ζήτημα, μεγάλη αντιπαράθεση προκάλεσε κείμενο θέσεων που υπέγραψαν 56 πανεπιστημιακοί καθηγητές, στο οποίο, μεταξύ άλλων, προτείνεται η κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. 

Το κείμενο θέσεων των 56 πανεπιστημιακών έχει ως εξής:
  • Από το 1992 και εξής, οπότε σταδιακά υπονομεύτηκε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 που, βάσει επιστημονικών γλωσσολογικών και παιδαγωγικών κριτηρίων, θέσπιζε την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, οι ώρες διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής από το πρωτότυπο συνεχώς αυξάνονται με παράλληλη μείωση των ωρών διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής Γλώσσας.
  • Σήμερα η αρχαία Ελληνική Γλώσσα από το πρωτότυπο διδάσκεται 3 ώρες εβδομαδιαίως ανά τάξη και 2 ώρες τα αρχαία από μετάφραση, ενώ η νέα ελληνική γλώσσα (μαζί με την παραγωγή κειμένων) μόνο 2 ώρες!
  • Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι αποθαρρυντικά για τη γλώσσα και την εκπαίδευση γενικότερα των παιδιών μας.
  • Δεν καλλιεργείται επαρκώς η Νέα Ελληνική Γλώσσα με το ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ παράλληλα νοθεύεται το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών που κάνουν διαρκώς αυθαίρετες αναγωγές και συγκρίσεις με την αρχαία και μάλιστα με την αττική γλώσσα, που είναι τόσο απομακρυσμένη από τη σύγχρονη γλώσσα.
  • Αυτό πλήττει ακόμη περισσότερο τους πολλούς αλλόγλωσσους μαθητές που φοιτούν στο ελληνικό σχολείο και δεν έχουν γλωσσικό αίσθημα όσον αφορά τη νεοελληνική, αλλά και μαθητές που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.
  • Όπως είναι γνωστό, η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της και της ετυμολογίας των λέξεων.
  • Και η συστηματική χρήση και η μελέτη της νεοελληνικής περιορίστηκε δραματικά στο σημερινό σχολείο, όταν πλέον είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η καλή γνώση και χρήση της γλώσσας συμβάλλει στην καλλιέργεια όλων των γνωστικών αντικειμένων.
  • Είναι επίσης γνωστό ήδη από την εποχή του Saussure πως η γλώσσα μπορεί να μελετηθεί (και άρα να διδαχτεί) αποτελεσματικά στη συγχρονία της, και μάλιστα στη σύγχρονη μορφή της, πράγμα που συμβαίνει με όλες τις σύγχρονες γλώσσες σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα.
  • Η γνώση της σύγχρονης μορφής της γλώσσας επιτρέπει στους ομιλητές τον επαρκή χειρισμό της.
  • Τα αποτελέσματα του περιορισμού της διδασκαλίας της νεοελληνικής καταδεικνύονται στα αποθαρρυντικά αποτελέσματα των ελληνικών σχολείων στους διαγωνισμούς του προγράμματος PISA.
  • Οι διδάσκοντες (βλ. έρευνες Κελπανίδη, Τσάφου) και οι μαθητές (βλ. αναφορές Συμεωνίδη και Γκαρμπούνη) στη μεγάλη τους πλειονότητα δείχνουν απαρέσκεια για το μάθημα και δεν κατανοούν γιατί το διδάσκουν/διδάσκονται.
  • Αυτό εξηγεί, ανάμεσα στα άλλα, και την αποτυχία των περισσότερων μαθητών στο συγκεκριμένο μάθημα.
  • Οι μαθητές του Γυμνασίου μετά από τρία χρόνια διδασκαλίας δεν κατορθώνουν να μεταφράσουν ένα απλό αδίδακτο αρχαίο κείμενο, αλλά ούτε και εντρυφούν στο νόημα όσων πρωτότυπων κειμένων διδάσκονται.
  • Αυτό πλήττει την ουσία του μαθήματος και τη σκοποθεσία του όπως ορίζονται από τα Αναλυτικά Προγράμματα.
  • Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα που πλήττουν την αποτελεσματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης στον σύγχρονο κόσμο προτείνουμε την κατάργηση της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και την αντικατάσταση των ωρών αυτών από διδασκαλία των Νέων Ελληνικών, καθώς και Αρχαίων Ελληνικών κειμένων από μετάφραση.
  • Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο θα μπορούσε να προσφέρεται ως μάθημα επιλογής στη Γ΄ Γυμνασίου, για όσα παιδιά ενδιαφέρονται πραγματικά να το παρακολουθήσουν.

Ακολούθησε σειρά ανακοινώσεων από επιστημονικούς φορείς οι οποίοι δήλωσαν την έντονη αντίθεσή τους, όπως, επί παραδείγματι, η "Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων" που δημοσιοποίησε το ακόλουθο κείμενο:

Τα Μέλη του Δ.Σ. της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, του αρχαιότερου φιλολογικού σωματείου της χώρας, με κατάπληξη και αγανάκτηση αναγνώσαμε την ανακοίνωση των 56 Πανεπιστημιακών που προτείνουν την κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο.
Τα αρνητικά συναισθήματα που μας προξένησε το έγγραφο αυτό (το οποίο κυκλοφορεί και στο διαδίκτυο) αμβλύνονται ίσως από το γεγονός ότι η πρόταση αυτή διατυπώνεται από μη ειδικούς (δηλ. μη κλασσικούς φιλολόγους , αλλά κυρίως από γλωσσολόγους, νεοελληνιστές και θεωρητικούς των παιδαγωγικών. Τα αντικείμενα όμως αυτά ανήκουν στο ευρύτερο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών. Είναι συνεπώς παράδοξο ότι δεν έχει γίνει κατανοητό το πανθομολογούμενον, πως δεν νοούνται ανθρωπιστικές επιστήμες χωρίς κλασσική παιδεία.
Η πρόταση για κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας αγνοεί, ἀκούσια ή εκούσια, τις εξής βασικές παραμέτρους:
1) τη σημασία της γνώσης της αρχαίας ελληνικής για τη στέρεη γνώση της νέας ελληνικής , για τον εμπλουτισμό του λεξιλογίου της, για την ενίσχυση της κριτικής σκέψης του ανθρώπου και ως εκ τούτου για τη σαφήνεια στον σύγχρονο γραπτό και προφορικό λόγο καθώς και για την εμβάθυνση και κατανόηση της ετυμολογίας της νέας ελληνικής, αφετηρία της οποίας είναι η αρχαία. Είναι γνωστόν άλλωστε ότι στην πλειονότητά του το λεξιλόγιο της νέας προέρχεται από την ακένωτη πηγή της αρχαίας και μεσαιωνικής ελληνικής, γεγονός που πιστοποιεί την άρρηκτη ενότητα της ελληνικής στη διαχρονικότητά της.
2) Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η αρχαία ελληνική υπήρξε οικουμενική γλώσσα. Πλήθος ελληνικών λέξεων έχουν επιβιώσει αυτούσιες (απλές ή σύνθετες) στις σύγχρονες ευρύτατα ομιλούμενες ευρωπαϊκές γλώσσες. Η επιστημονική επίσης ορολογία, ιδιαιτέρως των θετικών επιστημών, προέρχεται από τον γλωσσικό πλούτο της αρχαίας ελληνικής. Εξ άλλου ο εμπλουτισμός των ευρωπαϊκών γλωσσών με σημαντικές αφηρημένες έννοιες (διάλογος, υπόθεση, κρίση, συλλογισμός, φαινόμενο, αρμονία, ηθική, πολιτική κ.λπ.) προέρχεται αποκλειστικά από την αρχαία ελληνική.
3) Τη σημασία της αρχαίας ελληνικής επιβεβαιώνει πανηγυρικά το γεγονός ότι στον σύγχρονο κόσμο τα αρχαία ελληνικά διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, ενώ στην Αγγλία διδάσκονται πειραματικά και στην Πρωτοβάθμια. Προσπάθειες ελάττωσης της διδασκαλίας της προκαλούν ισχυρές αντιδράσεις και ακυρώνονται, όπως συνέβη πρόσφατα στη Δανία. Σοβαρές επίσης αντιδράσεις υπήρξαν στη Γαλλία, όταν προέκυψε παρόμοιο ζήτημα.
4) Η πρόταση για κατάργηση της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής στο Γυμνάσιο είναι και αντιπαιδαγωγική, διότι υποβαθμίζει το μορφωτικό επίπεδο των νέων. Σημειώνουμε ακόμη ότι αντενδείκνυται παιδαγωγικά να διδάσκεται για πρώτη φορά την αρχαία ελληνική ένας μαθητής 15-16 χρόνων, διότι αναμφιβόλως η γλωσσική διδασκαλία είναι αποτελεσματικότερη σε μαθητές μικρότερων ηλικιών.
Πιστεύουμε ότι οι γενικές αυτές παρατηρήσεις ανασκευάζουν την αντιεπιστημονική και αντιπαιδαγωγική επιχειρηματολογία των 56 και αποδεικνύουν την αξία και σημασία που έχει η διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής για τον σύγχρονο μαθητή.
Είναι επίσης βέβαιον ότι οι ατεκμηρίωτες απόψεις των 56, που ήδη έχουν εγείρει εύλογα την έντονη αγανάκτηση του εκπαιδευτικού, και όχι μόνον, κόσμου δεν μπορούν καν να συζητηθούν.
Οι πάνω από είκοσι χιλιάδες υπογραφές Ελλήνων και ξένων, που ήδη έχουν συλλεγεί (ο αριθμός τους αυξάνεται ανά λεπτό) εναντίον της πρότασης αυτής και υπέρ της διατηρήσεως της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο, καταδεικνύουν περίτρανα ότι η κοινωνία σε όλο τον κόσμο έχει κατανοήσει πλήρως την αξία της σπουδής των αρχαίων ελληνικών για τον σύγχρονο άνθρωπο.
Οι απόψεις μας αυτές υπέρ της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής δεν αντιστρατεύονται τη διδασκαλία της νέας ελληνικής. Απεναντίας είναι συμβατές με την αυτονόητη θέση μας για την ενίσχυση της διδασκαλίας της νέας ελληνικής στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, επειδή πιστεύουμε ότι μόνον έτσι προσφέρεται στους μαθητές ολοκληρωμένη γλωσσική παιδεία.
Ζητούμε λοιπόν από το Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων να αγνοήσει πλήρως το κείμενο των 56 και να συνεχισθεί απρόσκοπτα η υποχρεωτική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο και, ει δυνατόν, με καλύτερα εγχειρίδια.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων


Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το "Κείμενο θέσεων για τα Αρχαία Ελληνικά από τον Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ":

Με κατάπληξη πληροφορηθήκαμε την πρόταση, που υπογράφεται από 56 πανεπιστημιακούς δασκάλους, σχετικά με την κατάργηση της διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο. Η έκπληξή μας έγινε μεγαλύτερη από το γεγονός ότι το εν λόγω κείμενο υπογράφεται από συναδέλφους η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν έχει σχέση με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Φιλολογία ή με την αρχαιογνωσία εν γένει, ενώ αρκετοί από αυτούς υπηρετούν σε πανεπιστημιακά τμήματα άσχετα με την δευτεροβάθμια εκπαίδευση γενικότερα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η επίμαχη πρόταση υπεραπλουστεύει κατά τρόπο ανεπίτρεπτο ζητήματα σύνθετα και χαρακτηρίζεται συνολικά από μεγάλη προχειρότητα. Πληροφορούμενοι, ωστόσο, ότι το θέμα έχει αρχίσει να αποτελεί σημείο προβληματισμού των υπευθύνων για τον Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία θεωρούμε ότι αποτελεί υποχρέωσή μας ως μελών του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών να δηλώσουμε τα εξής σχετικά με την αναγκαιότητα διατηρήσεως και περαιτέρω ενισχύσεως του μαθήματος των Αρχαίων Ελληνικών στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Γυμνασίου:        
Η Αρχαία Ελληνική Γλώσσα είναι μαζί με την Λατινική οι δύο κατ’ εξοχήν παγκόσμιες γλώσσες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα, στις οποίες συγγράφηκαν πάμπολλα από τα σημαντικότερα αριστουργήματα της παγκόσμιας σκέψεως όλων των εποχών και σχεδόν το σύνολο των πνευματικών δημιουργημάτων που έθεσαν τις βάσεις για την δημιουργία του σημερινού δυτικού πολιτισμού. Η Αρχαία Ελληνική υπήρξε για χιλιετίες οικουμενική γλώσσα και κατείχε στον αρχαίο και μεσαιωνικό κόσμο θέση ανάλογη με αυτήν που κατέχουν σήμερα η Αγγλική και η Γαλλική. Ενδεικτικός είναι ο τεράστιος αριθμός ελληνικών λέξεων που υπάρχουν σε όλες τις σημερινές γλώσσες των χωρών της Δύσεως και της Ανατολής. Οι Έλληνες μαθητές έχουν την σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν έξοχα δημιουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από το πρωτότυπο καταβάλλοντας ένα μικρό μόνο τμήμα του μόχθου που καταβάλλουν οι μαθητές των υπολοίπων χωρών Δύσεως και Ανατολής, αφού τα κείμενα είναι γραμμένα σε μια πρωιμότερη μορφή της ίδιας της μητρικής τους γλώσσας. Το όφελος από την μικρή αυτή επένδυση χρόνου και κόπου είναι τεράστιο: αυτοδύναμη δυνατότητα αδιαμεσολάβητης προσεγγίσεως μεγάλου τμήματος των σπουδαιοτέρων γραπτών μνημείων της ανθρωπότητας.
Συνάμα, η αυτόνομη αυτή δυνατότητα προσεγγίσεως δεν αφορά στα κείμενα κάποιας ξένης γλώσσας, αλλά στα κείμενα της γλώσσας των μαθητών και της πολιτισμικής παραδόσεως στην οποία ανήκουν και οι ίδιοι. Σε αυτά δεν ανήκουν μόνο τα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Θουκυδίδης, ο Αριστοτέλης. Ανήκουν, επίσης, τα Ευαγγέλια και όλα τα κείμενα της πρώιμης και ύστερης χριστιανικής γραμματείας, καθώς επίσης και όλα τα λόγια και δημώδη κείμενα της βυζαντινής περιόδου, δίχως τα οποία ο μαθητής και μετέπειτα πολίτης δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει την αδιάκοπη πολιτισμική συνέχεια μέσα από την οποία οδηγηθήκαμε από την Αρχαιότητα στον Νέο Ελληνισμό. Ακόμη και η κατανόηση πάμπολλων σημαντικών μνημείων της νεοελληνικής διανοήσεως (και δεν αναφερόμαστε εδώ μόνο στον Παπαδιαμάντη ή στον Ροΐδη, αλλά και στις διακειμενικές αναφορές της ποιήσεως και της πεζογραφίας σε παλαιότερα κείμενα στο πρωτότυπο) καθίσταται προβληματική χωρίς την γνώση των παλαιοτέρων μορφών της γλώσσας μας.
Η Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αξιοποιώντας διάφορα διδακτικά αντικείμενα, στοχεύει μεταξύ άλλων στο να καλλιεργήσει στον μαθητή κριτική ικανότητα, πειθαρχία στην σκέψη και τον λόγο, μνημονική ικανότητα επιστρατευμένη στις ανάγκες της δημιουργικής σκέψεως, παρατηρητικότητα κτλ. Τα Αρχαία Ελληνικά είναι ένα εργαλείο δοκιμασμένο στην πορεία του χρόνου για την αποτελεσματικότητά του στους τομείς αυτούς. Επίσης, συμβάλλει στο να κατακτήσει ο μαθητής τον τρόπο με τον οποίο θα ανάγεται υπομονετικά από το γνωστό στο άγνωστο, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο κατακτά την νέα γνώση.
Για την εκμάθηση της Νέας Ελληνικής η μελέτη της Αρχαίας Ελληνικής δεν αποτελεί εμπόδιο, όπως με περισσή προχειρότητα και κατά τρόπο αντιεπιστημονικό αποφαίνονται οι συντάκτες της επίμαχης προτάσεως. Αντιθέτως, η καλή γνώση της Αρχαίας Ελληνικής είναι σημαντικότατη, μεταξύ άλλων διότι η Νέα Ελληνική αφενός διατηρεί την ιστορική ορθογραφία των λέξεων, για την οποία η ετυμολογία είναι απαραίτητη, αφετέρου διότι περιέχει χιλιάδες λέξεις, φράσεις και εν γένει γλωσσικό υλικό που προέρχεται κατ’ ευθείαν από τις δεξαμενές της Αρχαίας και Μεσαιωνικής Ελληνικής. Ζητούμενο κατά την σωστή εκμάθηση της Νέας Ελληνικής πρέπει να είναι και η κατανόηση των πλευρών της που άπτονται της ιστορικής της διαχρονίας, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο με την στέρεα γνώση των προγενεστέρων μορφών της ομιλουμένης σήμερα γλώσσας. Δεν διαφωνούμε ότι οι ώρες διδασκαλίας των Νέων Ελληνικών είναι λίγες και πρέπει να αυξηθούν. Θα ήταν όμως ολέθριο σφάλμα να ληφθούν από το κατ’ εξοχήν μάθημα που λειτουργεί, μεταξύ άλλων, ευεργετικά και για την ίδια την σωστή εκμάθηση της Νέας Ελληνικής.
Διαπιστώσεις όπως ότι τα Αρχαία Ελληνικά αντιμετωπίζονται με αντιπάθεια από τους μαθητές ή ότι υπάρχουν απόφοιτοι Λυκείου που δεν γνωρίζουν τέλεια τα Αρχαία Ελληνικά μπορούν να αποτελέσουν επιχειρήματα μόνο για την βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας τους και όχι για την μείωση ή την κατάργησή τους. Η παραπάνω λογική των υπερμάχων της καταργήσεως της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο θα οδηγούσε μεταξύ άλλων σε παράλογα συμπεράσματα όπως, π.χ., ότι δεν χρειάζεται η διδασκαλία των Μαθηματικών ή και των Νέων Ελληνικών, αφού υπάρχουν πάμπολλοι απόφοιτοι Λυκείου που δεν γνωρίζουν ικανοποιητικώς αριθμητικές και μαθηματικές πράξεις ή δεν χειρίζονται ορθώς την μητρική τους Νέα Ελληνική, μολονότι διδάσκονται Αριθμητική/Μαθηματικά και Νέα Ελληνικά όχι μόνο από την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, αλλά από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τα κενά των αποφοίτων του Λυκείου στην χρήση των Μαθηματικών και της Νέας Ελληνικής δεν πρέπει να μας οδηγούν στην πρόταση καταργήσεως των αντιστοίχων μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου, αλλά σε γενικότερο προβληματισμό και προτάσεις βελτιώσεως της διδασκαλίας τους. Το ίδιο ισχύει αυτονοήτως και για τα Αρχαία Ελληνικά που κατέχουν ούτως ή άλλως πολύ μικρότερο ποσοστό στο συνολικό πρόγραμμα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως.
Δυνατότητα εκμαθήσεως της Αρχαίας Ελληνικής προσφέρεται στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται έξαρση στην κίνηση για την επαναφορά της μαζικής διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής στην Μέση Εκπαίδευση σημαντικών κρατών του πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως της Γερμανίας και της Γαλλίας. Ενδεικτικά, διοργανώνεται αυτή την στιγμή (με γερμανική πρωτοβουλία) πανευρωπαϊκό συνέδριο για το 2017 με θέμα την ανάγκη προστασίας γλωσσών που υπήρξαν φορείς σημαντικού πολιτισμού όπως είναι τα Αρχαία Ελληνικά. Θα ήταν θλιβερό, εάν η ίδια η Ελλάδα σε αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο καταργούσε την διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο.
Η δυνατότητα κατανοήσεως στοιχείων της Αρχαίας Ελληνικής από το πρωτότυπο είναι ταυτόχρονα απαραίτητη για το σύνολο σχεδόν των συγχρόνων επιστημών. Πώς θα μπορούσε να κινηθεί κάποιος σε χώρους όπως αυτούς της Φιλοσοφίας, της Ψυχολογίας, της Ιστορίας, της Αρχαιολογίας, της Θεολογίας, της Νομικής, της Ιατρικής, των Μαθηματικών, της Φυσικής, της Χημείας, της Βιολογίας και τόσων άλλων επιστημονικών κλάδων χωρίς την δυνατότητα προσεγγίσεως της αρχαίας ελληνικής γλώσσας;
Σε σχέση με το πότε πρέπει να ξεκινά η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών έχουμε να παρατηρήσουμε το εξής: η παιδαγωγική πράξη έχει δείξει ότι είναι προσφορότερο να ξεκινά η γλωσσική διδασκαλία (κάθε γλώσσας) σε μικρή σχετικά ηλικία. Τούτο το γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν προσπαθήσει να μάθουν κάποια γλώσσα σε προχωρημένη ηλικία. Αν δεχθούμε ότι η Αρχαία Ελληνική πρέπει να διδάσκεται, πράγμα που πιστεύουμε ακράδαντα, τότε είναι παιδαγωγικώς προσφορότερο προς διευκόλυνση των μαθητών η διδασκαλία αυτή να ξεκινά στην ηλικία των δώδεκα και όχι των δεκαπέντε ετών.  Όσο για την πρόταση να υπάρχει απλώς η δυνατότητα επιλογής της εκμαθήσεως των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο μόνο στην Τρίτη Γυμνασίου, αυτό είναι παντελώς αδύνατο να εφαρμοσθεί, καθώς θα οδηγούσε στην ανάγκη δημιουργίας παραλλήλων τάξεων στο Λύκειο, για αρχαρίους και προχωρημένους.
Ακόμη, επιθυμούμε να τονίσουμε ότι θεωρούμε απαράδεκτο να διδάσκονται μόνο για ένα έτος στο Λύκειο τα Λατινικά. Πιστεύουμε ότι πρέπει να επανέλθει άμεσα η διδασκαλία τους τουλάχιστον για δύο χρόνια στο Λύκειο. Τα Λατινικά αποτελούν τον έτερο πυλώνα του συγχρόνου ευρωπαϊκού πολιτισμού και την γέφυρα με την οποία ο Ελληνισμός μπορεί να κατανοήσει τις λοιπές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, να συνδεθεί και να συνεργασθεί με αυτές.
Ας μην ξεχνούμε ότι και μετά τον Μεσαίωνα, από την Αναγέννηση έως τις ημέρες μας, τα Λατινικά αποτέλεσαν και αποτελούν την κατ’ εξοχήν γλώσσα της επιστήμης για τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη. Μάλιστα, σε πολλές χώρες της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Γερμανία και Τσεχοσλοβακία) η Λατινική υπήρξε ως και την δεκαετία του 1980 η μοναδική εναλλακτική γλώσσα συγγραφής διδακτορικών διατριβών.
Τέλος, με την ευκαιρία αυτή θα θέλαμε να αναφερθούμε σε έναν γενικότερο ισχυρισμό που θεωρεί την αρχαία ελληνική «νεκρή» γλώσσα και χρησιμοποιείται συχνά από τους υποστηρικτές της καταργήσεως της διδασκαλίας της. Η αρχαία ελληνική δεν θεωρείται «νεκρή» γλώσσα με βάση επιστημονικά κριτήρια. Μία γλώσσα θεωρείται νεκρή όταν συντρέχουν δύο απαραιτήτως προϋποθέσεις: (α) δεν έχει φυσικούς ομιλητές και (β) δεν έχει αφήσει πίσω της (μέσω της εξελίξεώς της) γλωσσικούς απογόνους. Με την έννοια αυτή, οι ειδικοί δεν θεωρούν ότι η αρχαία ελληνική έχει «πεθάνει», εφόσον υπάρχουν Νεοέλληνες που έχουν ως μητρική τους γλώσσα την σύγχρονη μορφή της ελληνικής! Πέρα από το ζήτημα του ορισμού, όμως, που εν προκειμένω δεν είναι και το πλέον ουσιαστικό, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι μια γλώσσα της οποίας η πλούσια γραμματειακή παραγωγή γεμίζει τις βιβλιοθήκες, πανεπιστημιακές και μη, όλου του κόσμου και η οποία επηρέασε και επηρεάζει, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, την πορεία του ευρωπαϊκού και παγκοσμίου πολιτισμού, εκ των πραγμάτων δεν είναι νεκρή. Ιδιαίτερα μάλιστα για εμάς, τους Νεοέλληνες, η αρχαία ελληνική εξακολουθεί να αποτελεί μέρος της ζωής μας, όχι μόνο γιατί η σημερινή μας γλώσσα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εξέλιξη εκείνης, αλλά και γιατί η ίδια η αρχαία μορφή της γλώσσας μας είτε είναι παρούσα αυτούσια δίπλα μας (βλ. π.χ. επιγραφές σε αρχαιολογικούς χώρους, μουσεία) είτε ενσωματώνεται  ανά πάσα στιγμή στον φυσικό νεοελληνικό μας λόγο με απόλυτα ομαλό τρόπο. Αυτή η τελευταία απόδειξη της ζωντάνιας της είναι ταυτόχρονα και ένα προνόμιο που η αρχαία γλώσσα προσφέρει μόνο σε εμάς, τους φυσικούς συνεχιστές της, και προφανώς οφείλουμε να το αξιοποιήσουμε.

Ανάλογη ήταν και η επί του θέματος τοποθέτηση της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων (Π.Ε.Φ.) που δημοσιοποίησε την ακόλουθη ανακοίνωση: